-
1 ὁμοφωνέω
II sound together or in unison, D.C.41.58 : c. dat., sound like, A.D.Pron.7.25, al.; ὁ. τῷ λόγῳ chimes in with.., Arist. EN 1102b28 ; agree,πρός τι Them.Or.21.258b
;περί τινος S.E.P.2.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοφωνέω
См. также в других словарях:
ομοφωνώ — (ΑΜ ὁμοφωνῶ, έω) [ομόφωνος] νεοελλ. έχω την ίδια ακριβώς γνώμη με άλλον, είμαι ομόγνωμος μσν. αρχ. ομιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον αρχ. 1. γραμμ. (για λέξη) έχω τον ίδιο τύπο («τῶν ὑποτακτικών ἄρθρων, ὅπερ ὁμοφωνεῑ ταῑς κτητικαῑς», Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek